- συγκυβερνήτης
- ο, Νο δεύτερος κυβερνήτης αεροσκάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυβερνήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνάρχοντας — ο, Ν αυτός που διοικεί μαζί με άλλον ή άλλους, συγκυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άρχοντας] … Dictionary of Greek
συναρμοστής — ο, ΝΜΑ [συναρμόζω] αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής μσν. μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων αρχ. α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης … Dictionary of Greek
συντριήραρχος — ὁ, A ο συμμέτοχος στη δαπάνη εξοπλισμού τριήρους και παράλληλα συγκυβερνήτης της. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τριήραρχος «κυβερνήτης τριήρους»] … Dictionary of Greek